Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ή να προβλέψει ότι η Γουόλ Στριτ θα γινόταν το επίκεντρο μιας νέας μαζικής εξέγερσης, ενός ριζοσπαστικού κινήματος το οποίο αμφισβητεί την κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, που ευθύνεται για τη σημερινή παγκόσμια κρίση; Στον χαρακτήρα και τις προοπτικές αυτού του κινήματος αναφέρονται τα κείμενα της Νάντια Ουρμπινάτι και του Ρόμπερτ Ράιχ, που ακολουθούν.
Η Νάντια Ουρμπινάτι είναι καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης. Ο Ρόμπερτ Ράιχ είναι καθηγητής Δημόσιας Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ και πρώην υπουργός Εργασίας της πρώτης κυβέρνησης Κλίντον.
Η ΑΒΑΣΤΑΧΤΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ
ΤΙ ΘΕΛΟΥΝ οι χιλιάδες πολίτες που διαδηλώνουν στη Γουόλ Στριτ, ξεσηκώνοντας ένα κύμα διαμαρτυρίας που εξαπλώνεται ήδη στις μεγαλύτερες αμερικανικές πόλεις;
Πώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε αυτό το ποικιλόχρωμο κίνημα, που δεν έχει καθορισμένους σκοπούς και δεν μπορούμε εύκολα να του κολλήσουμε μια κομματική ετικέτα; Εχει σίγουρα κερδίσει την υποστήριξη ορισμένων σημαντικών εκπροσώπων του Δημοκρατικού Κόμματος (και τη θετική αναφορά του προέδρου Ομπάμα). Αλλά είναι κριτικό απέναντι σε ένα κόμμα που δεν έδειξε ότι διαθέτει θάρρος στην αναμέτρηση με τους Ρεπουμπλικανούς και δεν ενδιαφέρθηκε αρκετά για το πρόβλημα της φτώχειας στην αμερικανική κοινωνία.
Παρά τις διαφορές που τους χωρίζουν από την οργανωμένη πολιτική, οι πολίτες που διαδηλώνουν δεν είναι μια οργισμένη μάζα Αμερικανών που φθονούν τους λίγους πλούσιους συμπολίτες τους, όπως κραυγάζουν οι Ρεπουμπλικανοί του FoxNews. Και δεν είναι ούτε μια επικίνδυνη έκφραση αναρχικού λαϊκισμού, θερμοκέφαλοι που θέλουν (πάντα σύμφωνα με τις ρεπουμπλικανικές κατηγορίες) να διαιρέσουν την Αμερική με την ταξική πάλη.
Στην πραγματικότητα, η ίδια η έκφραση «λαϊκισμός» ελάχιστα ταιριάζει για να χαρακτηρίσει αυτό το νέο κίνημα διαμαρτυρίας, το οποίο, με τον ριζοσπαστισμό αλλά και τον λογικό χαρακτήρα των συνθημάτων και των μηνυμάτων του, μοιάζει με το κίνημα της δεκαετίας του 1960 για τα πολιτικά δικαιώματα, εκείνο που διαδήλωνε εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ και εναντίον των φυλετικών διακρίσεων.
Λαϊκιστικό είναι σίγουρα το κίνημα του Tea Party, ένα ετερόκλητο σύνολο πολλών από τις έννοιες που συνδέονται με αυτόν τον τύπο κινήματος, όπως για παράδειγμα: αντιδιανοουμενισμός ή επίθεση σε «αυτούς που παριστάνουν τους σοφούς» επειδή ασκούν κριτική και δεν ταυτίζονται με τη γνώμη του λαού και επίθεση στις κοινωνικές πολιτικές που δημιουργούν μεγάλη γραφειοκρατία και περισσότερο κράτος, επομένως υπερβολικό έλεγχο της οικονομικής σφαίρας.
Το Tea Party αισθάνεται ότι εκφράζεται από το ρεπουμπλικανικό πρόγραμμα, το οποίο εδώ και δεκαετίες έχει προσχωρήσει πλήρως στη θεωρία του οικονομικού φιλελευθερισμού, η οποία αποδίδει την ευθύνη της οικονομικής παρακμής της Αμερικής σε όσους προτείνουν μια πιο δίκαιη κατανομή του πλούτου.
Το Occupy Wall Street είναι ένα αυθόρμητο κίνημα και επομένως είναι δημοκρατικό με την πιο βασική έννοια του όρου, επειδή εμπνέεται από ιδεώδη αυτοκυβέρνησης και ισότητας των δικαιωμάτων του πολίτη. Το σύνθημα «Είμαστε το 99%» δεν εκδηλώνει πρόθεση κήρυξης πολέμου στο 1%, δηλαδή στους δισεκατομμυριούχους. Δεν είναι η μνησικακία αυτή που τους καθοδηγεί, όπως υποστήριξε ένας ρεπουμπλικανός υποψήφιος. Το σύνθημα εκφράζει απλούστερα την ιδέα ότι όποιος έχει πιο πολλά οφείλει να συμβάλλει περισσότερο και για το λόγο ότι αυτά τα πιο πολλά τα έχει εξαιτίας πολιτικών που υιοθετήθηκαν από τις αμερικανικές κυβερνήσεις από τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Πολιτικές στις οποίες όλοι έχουν υπακούσει και οι οποίες, όμως, δεν ευνόησαν όλους με τον ίδιο τρόπο. Και όχι εξαιτίας των ταλέντων που ο Θεός κατανέμει άνισα αλλά εξαιτίας μιας σκόπιμης και συστηματικής πολιτικής της ανισότητας.
Η φορολογική δικαιοσύνη δεν είναι ακριβώς ένας επαναστατικός σκοπός. Αν φαίνεται σαν επαναστατικός είναι επειδή οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες είναι ήδη τόσο μεγάλες ώστε έχουν δημιουργήσει δύο λαούς ή ένα λαό και μιαν ολιγαρχία. Ακόμα και σήμερα οι ολιγαρχικοί, αν και είναι εντός του δημοκρατικού συστήματος, προκαλούν φασαρία προκειμένου να έχουν προνόμια και να μην υπαχθούν στον κανόνα της ισότητας.
Το κίνημα Occupy Wall Street φωτίζει αυτόν τον παλιό και πάντοτε νέο αγώνα μεταξύ ολιγαρχίας και δημοκρατίας. Καταδεικνύει κυρίως ότι η δεύτερη δεν είναι απλώς μια μορφή διακυβέρνησης αλλά και ένα ιδεώδες, ένα όραμα κοινωνίας το οποίο όταν οι ανισότητες γίνονται τόσο μεγάλες, όπως είναι τώρα, δεν κατορθώνει πλέον να έχει τη συναίνεση όλων. Το συμβολικό 1% -οι δισεκατομμυριούχοι- σημαίνει ότι ορισμένοι είναι εκτός του δημοκρατικού συμφώνου της ισότητας. Αυτός είναι ο ριζοσπαστισμός του Occupy Wall Street. Σε ποιον απευθύνεται αυτός ο ριζοσπαστισμός; Ποια είναι η σχέση αυτού του δημοκρατικού κινήματος με τη δημοκρατία των θεσμών; Αυτά τα ερωτήματα φωτίζουν τη βαθιά κρίση αντιπροσωπευτικότητας των δημοκρατικών θεσμών.
Το κίνημα αυτό δεν έχει ειδικούς στόχους, εκτός από έναν: να έρθει σε επικοινωνία με εκείνους που δρουν στους θεσμούς, οι οποίοι εδώ και πολλά χρόνια έχουν κλείσει τα αφτιά τους. Αυτό το κίνημα επομένως ζητάει μιαν ανασυγκρότηση της πολιτικής αντιπροσώπευσης.
Αν υπάρχει μια συμβολή που μπορεί να δώσει το κίνημα Occupy Wall Street είναι να υποχρεώσει όσους ασχολούνται με τις εθνικές πολιτικές να μην γυρίζουν την πλάτη σε εκείνους που υφίστανται τις συνέπειες αυτών των πολιτικών. Πρόκειται επομένως για μιαν επίκληση των δημοκρατικών αρχών, για μιαν επίκληση εκείνης της υπόσχεσης ελευθερίας και δικαιοσύνης για όλους, που είναι γραμμένη στα συντάγματά μας.
ΡΟΜΠΕΡΤ ΡΑΪΧ
Η ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
ΘΑ ΚΑΤΟΡΘΩΣΟΥΝ οι καταληψίες της Γουόλ Στριτ να μετασχηματιστούν σε ένα κίνημα το οποίο θα έχει πάνω στο Δημοκρατικό Κόμμα την ίδια επίδραση που έχει το Tea Party πάνω στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα; Υπάρχουν λόγοι να αμφιβάλλουμε γι' αυτό. Το Tea Party ήταν δίκοπο μαχαίρι για την ηγεσία των Ρεπουμπλικανών: πηγή νέας ενέργειας και νέων αγωνιστών αλλά και μειονέκτημα σε ό,τι αφορά την ικανότητα προσέλκυσης της ψήφου των ανεξάρτητων. Μέχρι τώρα οι καταληψίες της Γουόλ Στριτ έχουν βοηθήσει τους Δημοκρατικούς. Η κύρια διεκδίκησή τους, που είναι να αναλάβουν οι πλούσιοι το δικό τους μερίδιο θυσιών, φαίνεται να εναρμονίζεται με το νέο νομοσχέδιο των Δημοκρατικών για ένα φόρο της τάξης του 5,6% στους εκατομμυριούχους, όπως και με την κίνηση του προέδρου Ομπάμα να ακυρώσει τη μείωση των φόρων που είχε κάνει ο Μπους για τα εισοδήματα πάνω από 250.000 δολάρια και να περιορίσει τις φοροαπαλλαγές για τα ψηλά εισοδήματα. Αλλά αν οι καταληψίες της Γουόλ Στριτ συγκροτηθούν σε κάτι που μοιάζει με ένα αληθινό κίνημα, τότε το Δημοκρατικό Κόμμα μπορεί να συναντήσει περισσότερες δυσκολίες να τους αφομοιώσει από όσες συνάντησε το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα με το Tea Party.
Σε τελική ανάλυση, μεγάλο μέρος των εκλογικών δαπανών και των δύο κομμάτων προέρχεται από τη Γουόλ Στριτ. Η Γουόλ Στριτ και η Αμερική των μεγάλων επιχειρήσεων διαθέτουν ολόκληρα σμήνη δημοσίων σχέσεων και στρατούς από λομπίστες για να ασκούν πίεση. Αλλά η αληθινή δυσκολία βρίσκεται ακόμα βαθύτερα. Λίγη ιστορία μπορεί να μας βοηθήσει. Στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα οι Δημοκρατικοί δεν δυσκολεύονταν να εναγκαλιστούν τον οικονομικό λαϊκισμό. Αυτός κατηγορούσε τις μεγάλες βιομηχανίες της εποχής ότι πνίγουν την οικονομία και δηλητηριάζουν τη δημοκρατία. Ο Φράνκλιν Ρούζβελτ επιτέθηκε στη χρηματοοικονομική εξουσία και στις μεγάλες επιχειρήσεις δίνοντας στους εργαζόμενους το δικαίωμα του συνδικαλίζεσθαι, την εβδομάδα των 40 ωρών, το επίδομα ανεργίας και την Κοινωνική Ασφάλιση.
Στην εκλογική εκστρατεία του 1936 ο Ρούζβελτ καλούσε σε επαγρύπνηση εναντίον των «μοναρχικών της οικονομίας», που είχαν θέσει ολόκληρη την κοινωνία στην υπηρεσία τους. «Οι ώρες που οι άνθρωποι εργάζονταν, οι μισθοί που έπαιρναν, οι συνθήκες της εργασίας τους... όλα ξέφευγαν από τον έλεγχο του λαού και επιβάλλονταν από αυτήν τη νέα βιομηχανική δικτατορία». Σύμφωνα με τον Ρούζβελτ, αυτό που διακυβευόταν δεν ήταν τίποτε άλλο παρά «η επιβίωση της δημοκρατίας». Ωστόσο, ήδη στη δεκαετία του 1960, στις εκλογικές εκστρατείες των Δημοκρατικών είχαν εκλείψει οι λόγοι περί άπληστων επιχειρηματιών και αδίστακτων τραπεζιτών. Εν μέρει επειδή η οικονομία είχε αλλάξει βαθιά. Η μεταπολεμική ευημερία είχε προκαλέσει την αύξηση της μεσαίας τάξης και είχε περιορίσει το χάσμα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς.
Τότε ο κεϊνσιανισμός είχε γίνει ευρέως αποδεκτός ως αντίδοτο στις οικονομικές κρίσεις. (...). Αν δεν ήταν ο Ρόναλντ Ρέιγκαν αυτός που επινόησε το λαϊκισμό της δεξιάς στην Αμερική, τουλάχιστον του έδωσε την πιο στεντόρεια φωνή του: «Το κράτος δεν είναι η λύση, είναι το πρόβλημα». Βέβαια, το 1992 ο Μπιλ Κλίντον κέρδισε την προεδρία υποσχόμενος ότι θα «παλέψει υπέρ της παραμελημένης μεσαίας τάξης» εναντίον των δυνάμεων της «απληστίας», αλλά ο Κλίντον κληρονόμησε από τον Ρέιγκαν και από τον πατέρα Μπους ένα τόσο κολοσσιαίο έλλειμμα, ώστε δεν μπόρεσε να δώσει αυτήν τη μάχη. Οταν μάλιστα έχασε στον αγώνα του για τη μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας, ο ίδιος ο Κλίντον δήλωσε ότι η εποχή του big government (του μεγάλου κράτους) έχει τελειώσει και το κατέδειξε κατεδαφίζοντας το κράτος πρόνοιας. (...). Και ερχόμαστε στο παρόν.
Ο Μπαράκ Ομπάμα είναι πολλά πράγματα, αλλά απέχει από το λαϊκισμό της άκρας αριστεράς πολύ περισσότερο από κάθε άλλον Δημοκρατικό πρόεδρο της σύγχρονης ιστορίας. Είναι αλήθεια ότι μία φορά αποτόλμησε να επικρίνει τα «αρπακτικά» της Γουόλ Στριτ, αλλά αυτή η φράση ήταν μια εξαίρεση. Αντίθετα, ο Ομπάμα υπήρξε εξαιρετικά προσεκτικός απέναντι στη Γουόλ Στριτ και τις μεγάλες επιχειρήσεις, διορίζοντας τον Τίμοθι Γκάιτνερ υπουργό Οικονομικών και ντε φάκτο πρεσβευτή της Γουόλ Στριτ στον Λευκό Οίκο, ενεργώντας έτσι ώστε να παραμείνει στη θέση του ο Μπεν Μπερνάνκι, που είχε επιλεγεί από τον Μπους για πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας και επιλέγοντας τον πρόεδρο της General Electrics Τζέφρι Ιμελτ ως επικεφαλής των συμβούλων του. Ακόμα πιο αποκαλυπτική είναι η έλλειψη βούλησης του προέδρου Ομπάμα να θέσει όρους για τη διάσωση της Γουόλ Στριτ. Δεν ζήτησε, για παράδειγμα, από τις τράπεζες να επαναδιαπραγματευθούν τα στεγαστικά δάνεια αυτών που αντιμετώπιζαν δυσκολίες ή να αποδεχθούν την επαναφορά σε ισχύ της Glass-Steagall Act (του 1933, που διαχώριζε σαφώς τις τράπεζες καταθέσεων από τις τράπεζες επενδύσεων) ως όρους προκειμένου να χρηματοδοτηθούν με δισεκατομμύρια δολάρια από τα χρήματα των φορολογουμένων, πράγμα που συνέβαλε στο νέο λαϊκιστικό κύμα.
Η διάσωση της Γουόλ Στριτ τροφοδότησε το Tea Party και σίγουρα τροφοδοτεί ορισμένες από τις τωρινές κατηγορίες από μέρους του Occupy Wall Street. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι καταληψίες της Γουόλ Στριτ δεν θα μπορέσουν να ασκήσουν μιαν επίδραση στους Δημοκρατικούς. Τίποτα καλό δεν συμβαίνει στην Ουάσιγκτον -ανεξάρτητα από το πόσο καλοί είναι ο πρόεδρός μας ή οι βουλευτές μας- αν οι δίκαιοι άνθρωποι δεν συγκεντρωθούν έξω από την Ουάσιγκτον για να το κάνουν να συμβεί. Η πίεση από τα αριστερά έχει αποφασιστική σημασία. (...).
Πηγή: www.enet.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου